- συνουσίωσις
- -ώσεως, ἡ, ΜΑ [συνουσιοῡμαι]ουσιώδης σύνδεση, συνένωση με κάποιονμσν.συνύπαρξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνουσίωσις — essential connexion fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσίωσιν — συνουσίωσις essential connexion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσιώσεως — συνουσιώσεω̆ς , συνουσίωσις essential connexion fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)